- επιχρύσωση
- Τεχνική της επικάλυψης διαφόρων αντικειμένων από μέταλλο, ξύλο, πηλό κ.ά. με χρυσό. Η ε. πραγματοποιείται με ποικίλες μεθόδους· με χρυσό σε φύλλα, σε πλάκες, σε αμάλγαμα, σε ρινίσματα, με θέρμανση ή χωρίς θέρμανση, με μηχανικά ή χημικά μέσα, ανάλογα με τη φύση του αντικειμένου που πρόκειται να επιχρυσωθεί ή με την ποιότητα της ε. Πολλές από τις τεχνικές αυτές ήταν γνωστές στην αρχαιότητα, όπως μαρτυρούν τα συγγράμματα του Πλίνιου και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Αλλά και μεταγενέστεροι συγγραφείς έχουν παραδώσει σχετικές πληροφορίες, όπως ο Μοναχός Θεόφιλος και ο Τσενίνο Τσενίνι κατά τον Μεσαίωνα, ο Τζόρτζιο Βαζάρι κατά την Αναγέννηση, καθώς και οι ίδιοι οι τεχνίτες, όπως ο Μπενβενούτο Τσελίνι. Πιο πρόσφατη σχετικά μέθοδος είναι η ηλεκτρολυτική.
Στην αρχαιότητα, η ε. εφαρμοζόταν ευρύτατα στις ελάσσονες τέχνες, στην αρχιτεκτονική (οι Αιγύπτιοι επιχρύσωναν ορισμένα σημεία των ναών, ακόμα και τα κεραμίδια) και στη γλυπτική. Τα μαρμάρινα και κυρίως τα χάλκινα αγάλματα είχαν ε., όπως ο έφιππος ανδριάντας του Μάρκου Αυρήλιου στο Καπιτώλιο της Ρώμης, ο Ηρακλής του Βατικανού κ.ά. Οι Έλληνες επιχρύσωναν συχνά τα ενδύματα των χρυσελεφάντινων αγαλμάτων, ενώ για τα γυμνά μέλη χρησιμοποιούσαν ελεφαντόδοντο. Κατά τον Μεσαίωνα, η ε. ανταποκρινόταν σε συγκεκριμένες απαιτήσεις αισθητικού και λειτουργικού χαρακτήρα. Η ευγένεια της ύλης, από την οποία το καλλιτέχνημα ήταν κατασκευασμένο, αποτελούσε το σύμβολο του θείου μεγαλείου, στο οποίο η τέχνη έπρεπε να δώσει συγκεκριμένη μορφή. Γι’ αυτό επιχρυσώνονταν οι θυρίδες των αρτοφορίων, τα λειτουργικά σκεύη, τα αργυρά και τα χάλκινα κηροπήγια (συνήθεια που επικράτησε στην ιταλική, στη γαλλική, στην αγγλική και στη γερμανική χρυσοχοϊκή από τον 12o έως τον 18o αι.) και τα κιβωτίδια όπου φυλάσσονταν τα ιερά σκεύη (από τον Μεσαίωνα έως την Αναγέννηση). Οι μεσαιωνικοί και οι νεότεροι τρόποι ε. των έργων τέχνης δεν διέφεραν πολύ από τους αρχαίους· εφάρμοζαν τη λεγόμενη θερμική ε. με υδράργυρο, για τις πλατιές μεταλλικές επιφάνειες, για τα ξύλινα, μαρμάρινα και ελεφάντινα αντικείμενα, για τα υφάσματα και τα δέρματα· την ε. με διάλυση σκόνης χρυσού σε νερό για τις μικρογραφίες και τα χειρόγραφα και, τέλος, την πιο συνηθισμένη, την ε. με φύλλα χρυσού, εφαρμοσμένα με ειδική συγκολλητική ουσία σε ξύλινες επιφάνειες, ήδη προετοιμασμένες με γύψο. Η μέθοδος αυτή, πολύ διαδεδομένη κατά τον Μεσαίωνα, αντικατέστησε τον πολυδάπανο αρχαίο τρόπο της εφαρμογής λεπτών ελασμάτων χρυσού, στερεωμένων σε ειδικές υποδοχές. Η εφεύρεση της ε. με φύλλα χρυσού υπήρξε σημαντική, τόσο για τα διακοσμητικά αποτελέσματα όσο και για τις οικονομικές συνέπειές της.
Μετά την Αναγέννηση, η ε. έπαψε να εξυπηρετεί την υψηλή τέχνη και παρέμεινε κύριο μέσο των επιπλοποιών, των κατασκευαστών πλαισίων (όπως τα θαυμάσια επίχρυσα πλαίσια και έπιπλα του 17ου και του 18ου αι.), των χρυσοχόων και των διακοσμητών του δέρματος (που άκμαζαν στη Βενετία και στην Ισπανία από τον 15o έως τον 17o αι.). Τέλος, στη νεοκλασική εποχή, η ε. εφαρμοζόταν και σε αντικείμενα από πορσελάνη. Οι επιχρυσωτές ανήκαν στις συντεχνίες των ζωγράφων· στη Βενετία μάλιστα υπήρχε ειδική συντεχνία των διακοσμητών του δέρματος, που διαδραμάτισε σημαντικό, κοινωνικό κυρίως, ρόλο.
Τεχνίτης επιχρυσώνει με ατσάλινο εργαλείο τη ράχη ενός βιβλίου.
Επιχρύσωση στον έφιππο ανδριάντα του Μάρκου Αυρήλιου στη Ρώμη.
* * *ηη επικάλυψη τής επιφάνειας ενός αντικειμένου με λεπτό στρώμα χρυσού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ. επιχρύσωσις μαρτυρείται από το 1881 στον Παν. Σταματάκη].
Dictionary of Greek. 2013.